ακατατρόπωτος

ακατατρόπωτος
-η, -ο [κατατροπώνω]
εκείνος που δεν έχει ή δεν μπορεί να κατατροπωθεί, να υποστεί συντριπτική ήττα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακατατρόπωτος — η, ο αυτός που δεν κατατροπώθηκε, δε νικήθηκε: Ο στρατός του Αννίβα, μ όλη τη γενναιότητα που είχε δείξει, δεν έμεινε τελικά ακατατρόπωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”